- τζούρα
- η, Ν1. υποστάθμη, κατακάθι υγρού2. ρουφηξιά καπνού από τσιγάρο3. (κατ. επέκτ.) μικρή δόση, μικρή ποσότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura «τοκογλυφία, αισχροκέρδεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εβρίδες — (Ηebrides Western Islands). Νησιωτικό συγκρότημα (7.283 τ. χλμ.) της βορειοδυτικής Ευρώπης, που περιλαμβάνει περισσότερα από 50 νησιά. Οι Ε. πολιτικά ανήκουν στη Μεγάλη Βρετανία και διοικητικά στις σκοτζέζικες κομητείες Ρος και Κρομάρτι, Ίνβερνες … Dictionary of Greek
μπουζούκι — Μουσικό, έγχορδο όργανο γνωστό σε όλους τους αρχαίους λαούς της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης. Αναπαραστάσεις του βρίσκουμε σε ανάγλυφα ή μνημεία των Ασσυρίων, των αρχαίων Αιγυπτίων κ.ά. Οργανολογικά ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek